στεμφυλουργός

στεμφυλουργός
στεμφῠλ-ουργός, ,
A worker in a wine-press, PCair.Zen.737.18 (iii B.C., pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στεμφυλουργός — ὁ, Α εργαζόμενος σε στεμφυλούργίον, σε πατητήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλον + ουργός (< ἔργον*)] …   Dictionary of Greek

  • στεμφυλουργικός — ή, όν, Α [στεμφυλουργός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στεμφυλούργιον* …   Dictionary of Greek

  • στεμφυλούργιον — τὸ, Α [στεμφυλουργός] πιεστήριο με το οποίο γίνεται η σύνθλιψη τών στεμφύλων, πατητήρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”